- παρακομιδῇ
- παρακομιδήtransportationfem dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρακομιδή — transportation fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακομιδή — ἡ, Α [παρακομίζω] 1. μεταβίβαση, μεταφορά 2. συμπλήρωση 3. μετάβαση στο απέναντι μέρος, διάβαση, πέρασμα («ἀσφαλεστέρα γίγνοιτο τοῑς μονοξύλοις ή παρακομιδὴ διὰ τοῡ πόρου», Πολ.) … Dictionary of Greek
παρακομιδαί — παρακομιδή transportation fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακομιδῆς — παρακομιδή transportation fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακομιδήν — παρακομιδή transportation fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακομιδάς — παρακομιδά̱ς , παρακομιδή transportation fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)